ufanar - ορισμός. Τι είναι το ufanar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ufanar - ορισμός


Ufanar      
v. t.
Tornar ufano.
Regosijar; causar vaidade em.
ufanar      
(ufano+ar2) vtd
1 Causar ufania ou orgulho a; tornar ufano, envaidar: Todos estes esplendores da Pátria ufanam os brasileiros. vtd
2 Alegrar muito; trazer júbilo a: As pompas da festa de formatura ufanavam os bacharelandos. vpr
3 Orgulhar-se, jatar-se, gloriar-se: ''Por que me ufano de meu País'' (Afonso Celso). vpr
4 Alegrar-se, envaidecer-se, rejubilar-se: Todos nós devemos ufanar-nos disto. vpr
5 Blasonar jatanciosamente: Ufanava-se de sua valentia.
ufanar      
v. (-1817-1819 cf. EliComp)
1 t.d. e pron. tornar (alguém) ou sentir-se orgulhoso ou envaidecido
ufanaram-no as lisonjas u.-se do sucesso de sua equipe de futebol
2 pron. mostrar-se jactancioso ou presunçoso; vangloriar-se
a coragem, de que sempre se ufanou, era mais uma presunção que um fato
-etim ufano + -ar -sin/var envaidecer, ensoberbar-se, gloriar-se, jactar-se, orgulhar-se, ufanear, vangloriar -hom ufano(1ªp.s.)/ ufano (adj.)